Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προβληματισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
προγραμματισμένος
-
προβληματικός
-
προικισμένος
-
προορισμένος
-
προβληματίζω
-
τραυματισμένος
-
προσβεβλημένος
-
τσατισμένος
-
αναθεματισμένος
-
προκαθορισμένος
-
πολιτισμένος
)
Συνώνυμα
ανησυχημένος
αγχωμένος
μελαγχολικός
3
Αντώνυμα
ανέμελος
χαρούμενος
αβίαστος
3
Ορισμός
που έχει προβληματιστεί ή ανησυχεί για κάτι
που δείχνει έντονη σκέψη ή ανησυχία
2
Παραδείγματα
Ο Γιάννης ήταν πολύ προβληματισμένος μετά τη συζήτηση.
Η προβληματισμένη έκφραση του δείχνει ότι κάτι τον απασχολεί.
2