1. Λέξη
    προκαταρκτικός (επίθετο) - (παρόμοια: προσεκτικός - προκλητικός - αρκτικός - πρακτικός - πρωκτικός)
  2. Συνώνυμα
    • προπαρασκευαστικός
    • προκαταρτικός
    • προετοιμαστικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • τελικός
    • οριστικός
    • αποτελεσματικός
    3
  4. Ορισμός
    • που προηγείται και ετοιμάζει το έδαφος για κάτι άλλο
    • που αποτελεί την αρχική φάση μιας διαδικασίας
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι προκαταρκτικές συνομιλίες οδήγησαν σε μια επιτυχή συνεργασία.
    • Η προκαταρκτική μελέτη έδειξε ότι το έργο είναι εφικτό.
    2