Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προκαταρκτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
προσεκτικός
-
προκλητικός
-
αρκτικός
-
πρακτικός
-
πρωκτικός
)
Συνώνυμα
προπαρασκευαστικός
προκαταρτικός
προετοιμαστικός
3
Αντώνυμα
τελικός
οριστικός
αποτελεσματικός
3
Ορισμός
που προηγείται και ετοιμάζει το έδαφος για κάτι άλλο
που αποτελεί την αρχική φάση μιας διαδικασίας
2
Παραδείγματα
Οι προκαταρκτικές συνομιλίες οδήγησαν σε μια επιτυχή συνεργασία.
Η προκαταρκτική μελέτη έδειξε ότι το έργο είναι εφικτό.
2