Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προμελετημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
προχωρημένος
-
προδομένος
-
προηγμένος
-
προσβεβλημένος
-
προσκεκλημένος
-
προσκολλημένος
)
Συνώνυμα
προετοιμασμένος
προπαρασκευασμένος
ετοιμασμένος
3
Αντώνυμα
απροετοίμαστος
απροπαρασκεύαστος
απρομελέτητος
3
Ορισμός
που έχει μελετηθεί ή ετοιμαστεί εκ των προτέρων
που έχει προετοιμαστεί με προηγούμενη μελέτη ή σκέψη
2
Παραδείγματα
Ο δικηγόρος παρουσίασε μια προμελετημένη υπεράσπιση.
Η ομάδα έφτασε στη συνάντηση με προμελετημένες προτάσεις.
2