1. Συνώνυμα
    • προετοιμασμένος
    • προπαρασκευασμένος
    • ετοιμασμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • απροετοίμαστος
    • απροπαρασκεύαστος
    • απρομελέτητος
    3
  3. Ορισμός
    • που έχει μελετηθεί ή ετοιμαστεί εκ των προτέρων
    • που έχει προετοιμαστεί με προηγούμενη μελέτη ή σκέψη
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο δικηγόρος παρουσίασε μια προμελετημένη υπεράσπιση.
    • Η ομάδα έφτασε στη συνάντηση με προμελετημένες προτάσεις.
    2