Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσβεβλημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
προσκολλημένος
-
προσκεκλημένος
-
προχωρημένος
-
προβληματισμένος
-
προηγμένος
-
προδομένος
-
προμελετημένος
-
προστατευμένος
)
Συνώνυμα
επιτιθέμενος
εχθρικός
προσβολικός
3
Αντώνυμα
φιλικός
ειρηνικός
προστατευτικός
3
Ορισμός
που έχει δεχτεί επίθεση ή προσβολή
που βρίσκεται υπό απειλή ή κίνδυνο
που έχει υποστεί ζημιά ή βλάβη
3
Παραδείγματα
Ο στρατός βρισκόταν σε προσβεβλημένη θέση μετά την επίθεση του εχθρού.
Η προσβεβλημένη πλευρά του κτιρίου χρειαζόταν επισκευές.
2