Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσκολλημένος (επίθετο) - (παρόμοια:
προσκεκλημένος
-
κολλημένος
-
προσβεβλημένος
-
προχωρημένος
-
προδομένος
-
προηγμένος
-
προμελετημένος
-
προστατευμένος
)
Συνώνυμα
κολλημένος
συγκολλημένος
προσκολλητικός
3
Αντώνυμα
αποκολλημένος
ξεκολλημένος
αποσυνδεδεμένος
3
Ορισμός
Που έχει κολλήσει ή έχει προσκολληθεί σε κάτι.
Που είναι στενά συνδεδεμένος ή εξαρτώμενος από κάτι ή κάποιον.
2
Παραδείγματα
Το αυτοκόλλητο ήταν καλά προσκολλημένο στον τοίχο.
Ο πατέρας του είναι πολύ προσκολλημένος στην παράδοση.
2