1. Συνώνυμα
    • κολλημένος
    • συγκολλημένος
    • προσκολλητικός
    3
  2. Αντώνυμα
    • αποκολλημένος
    • ξεκολλημένος
    • αποσυνδεδεμένος
    3
  3. Ορισμός
    • Που έχει κολλήσει ή έχει προσκολληθεί σε κάτι.
    • Που είναι στενά συνδεδεμένος ή εξαρτώμενος από κάτι ή κάποιον.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Το αυτοκόλλητο ήταν καλά προσκολλημένο στον τοίχο.
    • Ο πατέρας του είναι πολύ προσκολλημένος στην παράδοση.
    2