Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προηγμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
προδομένος
-
προορισμένος
-
προχωρημένος
-
προικισμένος
-
προηγούμενος
-
πνιγμένος
-
πρησμένος
-
προστατευμένος
-
προσκεκλημένος
-
προσβεβλημένος
-
προμελετημένος
-
προσκολλημένος
-
τραβηγμένος
-
πειραγμένος
)
Συνώνυμα
ανεπτυγμένος
εξελιγμένος
προοδευτικός
3
Αντώνυμα
απροχώρητος
υπανάπτυκτος
πρωτόγονος
3
Ορισμός
που έχει φτάσει σε υψηλό επίπεδο ανάπτυξης ή τεχνολογίας
που χαρακτηρίζεται από πρόοδο και καινοτομία
που έχει προχωρήσει σε σχέση με προηγούμενες καταστάσεις
3
Παραδείγματα
Η χώρα μας διαθέτει προηγμένα συστήματα υγείας.
Ο προηγμένος πολιτισμός τους τους έδωσε πολλά πλεονεκτήματα.
Χρησιμοποιούν προηγμένες τεχνικές για την κατασκευή του προϊόντος.
3