1. Λέξη
    προσποιούμαι (ρήμα) - (παρόμοια: περιποιούμαι - προηγούμαι - προπονούμαι - προσποιηθεί - ειδοποιούμαι)
  2. Συνώνυμα
    • υποκρίνομαι
    • προσποιοποιούμαι
    • πλασάρω
    3
  3. Αντώνυμα
    • είμαι ειλικρινής
    • δείχνω αληθινά
    2
  4. Ορισμός
    • Ενεργώ σαν να έχω συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή συναισθήματα που στην πραγματικότητα δεν έχω.
    • Προσπαθώ να δώσω την εντύπωση ότι είμαι κάτι που δεν είμαι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Προσποιήθηκε ότι δεν άκουσε το σχόλιό μου.
    • Συχνά προσποιείται ότι είναι ευτυχισμένος, αλλά μέσα του υποφέρει.
    2