Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
προσποιούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
περιποιούμαι
-
προηγούμαι
-
προπονούμαι
-
προσποιηθεί
-
ειδοποιούμαι
)
Συνώνυμα
υποκρίνομαι
προσποιοποιούμαι
πλασάρω
3
Αντώνυμα
είμαι ειλικρινής
δείχνω αληθινά
2
Ορισμός
Ενεργώ σαν να έχω συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή συναισθήματα που στην πραγματικότητα δεν έχω.
Προσπαθώ να δώσω την εντύπωση ότι είμαι κάτι που δεν είμαι.
2
Παραδείγματα
Προσποιήθηκε ότι δεν άκουσε το σχόλιό μου.
Συχνά προσποιείται ότι είναι ευτυχισμένος, αλλά μέσα του υποφέρει.
2