Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκασμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σαρκασμός
-
σπασμός
-
σκασ
-
σεβασμός
-
σκασμένος
-
συνδυασμός
-
σχεδιασμός
)
Συνώνυμα
γέλιο
χαρά
διασκέδαση
3
Αντώνυμα
θλίψη
μελαγχολία
συμφορά
3
Ορισμός
Έντονο και ανεξέλεγκτο γέλιο που προκαλείται συνήθως από κάτι πολύ αστείο ή απρόσμενο.
Μια κατάσταση ή γεγονός που προκαλεί έντονη διασκέδαση ή χαρά.
2
Παραδείγματα
Ο σκασμός που ακολούθησε μετά την ατάκα του κωμικού ήταν ανεξέλεγκτος.
Η ιστορία που μας είπε ήταν τόσο αστεία που προκάλεσε σκασμό σε όλη την αίθουσα.
2