Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σπασμός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
σκασμός
-
περισπασμός
-
σεβασμός
-
σπασμένος
-
σπαστικός
-
σαρκασμός
-
σχεδιασμός
-
συνδυασμός
)
Συνώνυμα
συστροφή
σφίξιμο
κράμπα
3
Αντώνυμα
χαλάρωση
ανακούφιση
άνεση
3
Ορισμός
Μια ξαφνική, ακούσια συστολή των μυών που προκαλεί πόνο ή δυσφορία.
Μια έντονη και ξαφνική συναισθηματική ή σωματική αντίδραση.
2
Παραδείγματα
Έπαθε σπασμό στον ώμο μετά τη βαριά δουλειά.
Ο σπασμός του γέλιου την έπιασε απροετοίμαστη.
2