1. Συνώνυμα
    • συστροφή
    • σφίξιμο
    • κράμπα
    3
  2. Αντώνυμα
    • χαλάρωση
    • ανακούφιση
    • άνεση
    3
  3. Ορισμός
    • Μια ξαφνική, ακούσια συστολή των μυών που προκαλεί πόνο ή δυσφορία.
    • Μια έντονη και ξαφνική συναισθηματική ή σωματική αντίδραση.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Έπαθε σπασμό στον ώμο μετά τη βαριά δουλειά.
    • Ο σπασμός του γέλιου την έπιασε απροετοίμαστη.
    2