1. Λέξη
    σιγουρευτώ (ρήμα) - (παρόμοια: σιγουρεύω - σιγουριά - σιγουρεύομαι - σιγουρεύονται)
  2. Συνώνυμα
    • βεβαιώνομαι
    • εξασφαλίζομαι
    • διασφαλίζομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμφιβάλλω
    • ανασφάλιστος
    2
  4. Ορισμός
    • Εξασφαλίζω κάτι, βεβαιώνομαι για κάτι.
    1
  5. Παραδείγματα
    • Πριν φύγω για ταξίδι, σιγουρεύτηκα ότι έχω όλα τα απαραίτητα έγγραφα.
    • Σιγουρεύτηκα ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη πριν φύγω από το σπίτι.
    2