Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σιγουρευτώ (ρήμα) - (παρόμοια:
σιγουρεύω
-
σιγουριά
-
σιγουρεύομαι
-
σιγουρεύονται
)
Συνώνυμα
βεβαιώνομαι
εξασφαλίζομαι
διασφαλίζομαι
3
Αντώνυμα
αμφιβάλλω
ανασφάλιστος
2
Ορισμός
Εξασφαλίζω κάτι, βεβαιώνομαι για κάτι.
1
Παραδείγματα
Πριν φύγω για ταξίδι, σιγουρεύτηκα ότι έχω όλα τα απαραίτητα έγγραφα.
Σιγουρεύτηκα ότι η πόρτα ήταν κλειδωμένη πριν φύγω από το σπίτι.
2