1. Λέξη
    σιγουρεύονται (ρήμα) - (παρόμοια: σιγουρεύομαι - σιγουρεύω - σιγουρευτώ - σιγουριά)
  2. Συνώνυμα
    • βεβαιώνονται
    • εξασφαλίζονται
    • εγγυώνται
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμφισβητούνται
    • αναστέλλονται
    • ακυρώνονται
    3
  4. Ορισμός
    • Γίνονται σίγουροι ή βέβαιοι για κάτι.
    • Επιβεβαιώνονται με απόλυτη βεβαιότητα.
    • Εξασφαλίζονται με τρόπο που αποκλείει κάθε αμφιβολία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι υποψήφιοι σιγουρεύονται για τη θέση τους μετά τις εξετάσεις.
    • Με την υπογραφή της σύμβασης, σιγουρεύονται τα δικαιώματά μας.
    • Οι επενδυτές σιγουρεύονται για την ασφάλεια των κεφαλαίων τους.
    3