Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σιγουρεύονται (ρήμα) - (παρόμοια:
σιγουρεύομαι
-
σιγουρεύω
-
σιγουρευτώ
-
σιγουριά
)
Συνώνυμα
βεβαιώνονται
εξασφαλίζονται
εγγυώνται
3
Αντώνυμα
αμφισβητούνται
αναστέλλονται
ακυρώνονται
3
Ορισμός
Γίνονται σίγουροι ή βέβαιοι για κάτι.
Επιβεβαιώνονται με απόλυτη βεβαιότητα.
Εξασφαλίζονται με τρόπο που αποκλείει κάθε αμφιβολία.
3
Παραδείγματα
Οι υποψήφιοι σιγουρεύονται για τη θέση τους μετά τις εξετάσεις.
Με την υπογραφή της σύμβασης, σιγουρεύονται τα δικαιώματά μας.
Οι επενδυτές σιγουρεύονται για την ασφάλεια των κεφαλαίων τους.
3