Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκασμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
σπασμένος
-
σκισμένος
-
σκουριασμένος
-
σκονισμένος
-
σχεδιασμένος
-
αναγκασμένος
-
ξιπασμένος
-
περασμένος
-
χαλασμένος
-
διχασμένος
-
διψασμένος
-
ξεχασμένος
-
καταδικασμένος
-
σκασμός
-
κρεμασμένος
-
φαντασμένος
-
κουρασμένος
-
συγχυσμένος
-
αηδιασμένος
-
λυσσασμένος
-
πεινασμένος
-
λανθασμένος
-
παθιασμένος
-
σκασ
-
στημένος
-
πεσμένος
-
συνηθισμένος
-
νευριασμένος
-
ξεπερασμένος
-
νοικιασμένος
-
σοκαρισμένος
-
σφραγισμένος
)
Συνώνυμα
χαλασμένος
κατεστραμμένος
αχρηστευμένος
3
Αντώνυμα
λειτουργικός
σώος
άθικτος
3
Ορισμός
Που δεν λειτουργεί πλέον ή έχει υποστεί ζημιά.
Που έχει καταστραφεί ή έχει αχρηστευτεί.
2
Παραδείγματα
Ο υπολογιστής μου είναι σκασμένος και δεν ανοίγει.
Το τηλέφωνό του είναι σκασμένο μετά την πτώση στο πάτωμα.
2