1. Συνώνυμα
    • χαλασμένος
    • κατεστραμμένος
    • αχρηστευμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • λειτουργικός
    • σώος
    • άθικτος
    3
  3. Ορισμός
    • Που δεν λειτουργεί πλέον ή έχει υποστεί ζημιά.
    • Που έχει καταστραφεί ή έχει αχρηστευτεί.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο υπολογιστής μου είναι σκασμένος και δεν ανοίγει.
    • Το τηλέφωνό του είναι σκασμένο μετά την πτώση στο πάτωμα.
    2