1. Συνώνυμα
    • ραγισμένος
    • θρυμματισμένος
    • κατεστραμμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ολόκληρος
    • άθικτος
    • ακέραιος
    3
  3. Ορισμός
    • Εκείνο που έχει υποστεί θραύση ή έχει χαλάσει.
    • Κάτι που δεν λειτουργεί σωστά ή έχει καταστραφεί.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο σπασμένος καθρέφτης χρειάζεται αντικατάσταση.
    • Ένιωσε σπασμένος μετά την απογοήτευση.
    2