Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στραβάδι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
στραβά
-
στραβός
-
στραβώνω
-
στραβώνει
)
Συνώνυμα
αγριόχορτο
χορτάρι
αγριολούλουδο
3
Αντώνυμα
καλλωπισμένο φυτό
καλλιεργημένο λουλούδι
2
Ορισμός
Φυτό που φύεται αυθόρμητα και χωρίς καλλιέργεια, συνήθως σε αγροτικές ή ακαλλιέργητες περιοχές.
Αγριόχορτο ή άγριο λουλούδι που δεν έχει καλλιεργηθεί.
2
Παραδείγματα
Το στραβάδι είχε κατακλύσει όλο το χωράφι μετά τις βροχές.
Τα παιδιά μαζεύανε στραβάδια για να φτιάξουν στεφάνια.
2