1. Λέξη
    στραβάδι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: στραβά - στραβός - στραβώνω - στραβώνει)
  2. Συνώνυμα
    • αγριόχορτο
    • χορτάρι
    • αγριολούλουδο
    3
  3. Αντώνυμα
    • καλλωπισμένο φυτό
    • καλλιεργημένο λουλούδι
    2
  4. Ορισμός
    • Φυτό που φύεται αυθόρμητα και χωρίς καλλιέργεια, συνήθως σε αγροτικές ή ακαλλιέργητες περιοχές.
    • Αγριόχορτο ή άγριο λουλούδι που δεν έχει καλλιεργηθεί.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το στραβάδι είχε κατακλύσει όλο το χωράφι μετά τις βροχές.
    • Τα παιδιά μαζεύανε στραβάδια για να φτιάξουν στεφάνια.
    2