1. Λέξη
    στραβός (επίθετο) - (παρόμοια: στραβά - στρατός - στραβάδι - στραβώνω - στραβώνει - στρατηγός - στρατό)
  2. Συνώνυμα
    • κουτός
    • αλλοίωτος
    • λοξός
    3
  3. Αντώνυμα
    • ίσιος
    • ευθύς
    • ορθός
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν είναι ίσιος, αλλά έχει κάποια στρέβλωση ή κλίση.
    • Που δεν βλέπει καλά, που έχει προβλήματα όρασης.
    • (μεταφορικά) Που δεν σκέφτεται ή δεν ενεργεί σωστά.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο δρόμος είναι στραβός και δύσκολος για οδήγηση.
    • Μην τον ακούς, είναι στραβός και λέει ανοησίες.
    • Το ξύλο είναι στραβό και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή.
    3