Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στραβά (επίθετο) - (παρόμοια:
στραβάδι
-
στραβός
-
στραβώνω
-
στραβώνει
-
στρατό
-
στρατιά
-
στρατός
)
Συνώνυμα
λοξός
ασύμμετρος
πλαγιασμένος
3
Αντώνυμα
ίσιος
ευθύς
συμμετρικός
3
Ορισμός
Που δεν είναι ευθύς ή ορθός, αλλά έχει κλίση ή στροφή.
Που δεν είναι σωστός ή δίκαιος, που παρεκκλίνει από το κανονικό ή το αναμενόμενο.
2
Παραδείγματα
Το δέντρο ήταν στραβό από τον άνεμο.
Η απόφασή του ήταν στραβή και άδικη.
2