1. Λέξη
    στραβά (επίθετο) - (παρόμοια: στραβάδι - στραβός - στραβώνω - στραβώνει - στρατό - στρατιά - στρατός)
  2. Συνώνυμα
    • λοξός
    • ασύμμετρος
    • πλαγιασμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ίσιος
    • ευθύς
    • συμμετρικός
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν είναι ευθύς ή ορθός, αλλά έχει κλίση ή στροφή.
    • Που δεν είναι σωστός ή δίκαιος, που παρεκκλίνει από το κανονικό ή το αναμενόμενο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το δέντρο ήταν στραβό από τον άνεμο.
    • Η απόφασή του ήταν στραβή και άδικη.
    2