1. Λέξη
    στραβώνω (ρήμα) - (παρόμοια: στραβώνει - στρώνω - στραβά - στραβός - στραβάδι)
  2. Συνώνυμα
    • στραβώ
    • διαστρεβλώνομαι
    • παραμορφώνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • ισιώνω
    • ευθυγραμμίζω
    2
  4. Ορισμός
    • Να γίνεται στραβός ή να προκαλώ στράβωμα.
    • Να αλλάζω κατεύθυνση ή σχήμα λόγω εξωτερικής επίδρασης.
    • (μεταφορικά) Να παρεκκλίνω από το σωστό ή το φυσιολογικό.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το ξύλο στραβώσει από την υγρασία.
    • Ο δρόμος στραβώνει λίγο πριν το χωριό.
    • Μην στραβώνεις τα λόγια μου.
    3