Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στραβώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
στραβώνει
-
στρώνω
-
στραβά
-
στραβός
-
στραβάδι
)
Συνώνυμα
στραβώ
διαστρεβλώνομαι
παραμορφώνομαι
3
Αντώνυμα
ισιώνω
ευθυγραμμίζω
2
Ορισμός
Να γίνεται στραβός ή να προκαλώ στράβωμα.
Να αλλάζω κατεύθυνση ή σχήμα λόγω εξωτερικής επίδρασης.
(μεταφορικά) Να παρεκκλίνω από το σωστό ή το φυσιολογικό.
3
Παραδείγματα
Το ξύλο στραβώσει από την υγρασία.
Ο δρόμος στραβώνει λίγο πριν το χωριό.
Μην στραβώνεις τα λόγια μου.
3