1. Λέξη
    στραβώνει (ρήμα) - (παρόμοια: στραβώνω - στραβά - στραβός - στραβάδι)
  2. Συνώνυμα
    • λασπώνει
    • παραποιεί
    • διαστρεβλώνει
    3
  3. Αντώνυμα
    • ευθυγραμμίζει
    • διορθώνει
    • ισοπεδώνει
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνει κάτι να μην είναι ίσιο ή ευθύ.
    • Παραποιεί την αλήθεια ή τα γεγονότα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δρόμος στραβώνει λίγο μετά τη στροφή.
    • Μην στραβώνεις τα λόγια μου, είπα ακριβώς το αντίθετο.
    2