Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στραβώνει (ρήμα) - (παρόμοια:
στραβώνω
-
στραβά
-
στραβός
-
στραβάδι
)
Συνώνυμα
λασπώνει
παραποιεί
διαστρεβλώνει
3
Αντώνυμα
ευθυγραμμίζει
διορθώνει
ισοπεδώνει
3
Ορισμός
Κάνει κάτι να μην είναι ίσιο ή ευθύ.
Παραποιεί την αλήθεια ή τα γεγονότα.
2
Παραδείγματα
Ο δρόμος στραβώνει λίγο μετά τη στροφή.
Μην στραβώνεις τα λόγια μου, είπα ακριβώς το αντίθετο.
2