1. Συνώνυμα
    • ανήσυχος
    • εκνευρισμένος
    • τεντωμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • χαλαρός
    • ήρεμος
    • αψήφιστος
    3
  3. Ορισμός
    • που βρίσκεται σε κατάσταση άγχους ή έντονης ψυχικής πίεσης
    • που έχει υποστεί στρες
    • που δείχνει σημάδια έντασης ή ανησυχίας
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο στρεσαρισμένος εργαζόμενος χρειαζόταν άμεση άδεια.
    • Μετά την εξέταση, οι περισσότεροι μαθητές φαίνονταν στρεσαρισμένοι.
    • Η στρεσαρισμένη έκφραση του προσώπου του έδειχνε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
    3