Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
στρεσαρισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
σοκαρισμένος
-
ορισμένος
-
σκισμένος
-
φρικαρισμένος
-
στριμμένος
-
στραμμένος
-
χωρισμένος
-
μπλοκαρισμένος
)
Συνώνυμα
ανήσυχος
εκνευρισμένος
τεντωμένος
3
Αντώνυμα
χαλαρός
ήρεμος
αψήφιστος
3
Ορισμός
που βρίσκεται σε κατάσταση άγχους ή έντονης ψυχικής πίεσης
που έχει υποστεί στρες
που δείχνει σημάδια έντασης ή ανησυχίας
3
Παραδείγματα
Ο στρεσαρισμένος εργαζόμενος χρειαζόταν άμεση άδεια.
Μετά την εξέταση, οι περισσότεροι μαθητές φαίνονταν στρεσαρισμένοι.
Η στρεσαρισμένη έκφραση του προσώπου του έδειχνε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
3