Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σταυρωμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
στημένος
-
ιδρωμένος
-
λερωμένος
-
στοιχειωμένος
-
μαστουρωμένος
-
πληρωμένος
-
στριμμένος
-
στραμμένος
)
Συνώνυμα
διασταυρωμένος
επικαλυμμένος
διαπλεκόμενος
3
Αντώνυμα
ευθύς
αδιασταύρωτος
απλός
3
Ορισμός
Που έχει διασταυρωθεί ή διασταυρώνεται με κάτι άλλο.
Που έχει σχηματιστεί από τη διασταύρωση δύο ή περισσότερων στοιχείων.
Που έχει υποστεί σταύρωση, ιδιαίτερα σε θρησκευτικό πλαίσιο.
3
Παραδείγματα
Οι δρόμοι ήταν σταυρωμένοι, δημιουργώντας ένα μπλέξιμο.
Οι σταυρωμένοι αντίχειρες ήταν σημάδι ότι περίμενε καλά νέα.
Ο σταυρωμένος άνθρωπος στην εικόνα συμβόλιζε τη θυσία.
3