1. Συνώνυμα
    • διασταυρωμένος
    • επικαλυμμένος
    • διαπλεκόμενος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ευθύς
    • αδιασταύρωτος
    • απλός
    3
  3. Ορισμός
    • Που έχει διασταυρωθεί ή διασταυρώνεται με κάτι άλλο.
    • Που έχει σχηματιστεί από τη διασταύρωση δύο ή περισσότερων στοιχείων.
    • Που έχει υποστεί σταύρωση, ιδιαίτερα σε θρησκευτικό πλαίσιο.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Οι δρόμοι ήταν σταυρωμένοι, δημιουργώντας ένα μπλέξιμο.
    • Οι σταυρωμένοι αντίχειρες ήταν σημάδι ότι περίμενε καλά νέα.
    • Ο σταυρωμένος άνθρωπος στην εικόνα συμβόλιζε τη θυσία.
    3