Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμμερίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
στηρίζομαι
-
συνεχίζομαι
-
σκίζομαι
-
ορίζομαι
-
συμβιβάζομαι
-
συμμαζεύομαι
-
χωρίζομαι
-
μυρίζομαι
-
ζορίζομαι
-
ξυρίζομαι
)
Συνώνυμα
μοιράζομαι
διαμοιράζω
συμμετέχω
3
Αντώνυμα
κρατάω για τον εαυτό μου
αποκλείω
2
Ορισμός
Να μοιράζομαι κάτι με άλλους, είτε υλικά αγαθά είτε συναισθήματα.
Να παίρνω μέρος σε μια δραστηριότητα ή κατάσταση μαζί με άλλους.
2
Παραδείγματα
Συμμερίζομαι τη θλίψη σου σε αυτή τη δύσκολη στιγμή.
Οι φίλοι συμμερίζονται τα γεύματα τους όταν βγαίνουν έξω.
2