1. Συνώνυμα
    • μοιράζομαι
    • διαμοιράζω
    • συμμετέχω
    3
  2. Αντώνυμα
    • κρατάω για τον εαυτό μου
    • αποκλείω
    2
  3. Ορισμός
    • Να μοιράζομαι κάτι με άλλους, είτε υλικά αγαθά είτε συναισθήματα.
    • Να παίρνω μέρος σε μια δραστηριότητα ή κατάσταση μαζί με άλλους.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Συμμερίζομαι τη θλίψη σου σε αυτή τη δύσκολη στιγμή.
    • Οι φίλοι συμμερίζονται τα γεύματα τους όταν βγαίνουν έξω.
    2