1. Λέξη
    συμβουλευτική (επίθετο) - (παρόμοια: συμβουλευτώ - συμβουλεύω - συμβουλή - συμβουλεύομαι)
  2. Συνώνυμα
    • συμβουλευτική
    • συμβουλευτικός
    • συμβουλευτικό
    3
  3. Αντώνυμα
    • αυταρχική
    • αυταρχικός
    • αυταρχικό
    3
  4. Ορισμός
    • που σχετίζεται με τη συμβουλή ή την παροχή συμβουλών
    • που χαρακτηρίζεται από την τάση να δίνει συμβουλές
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η συμβουλευτική διαδικασία βοήθησε πολύ στην επίλυση του προβλήματος.
    • Οι συμβουλευτικές υπηρεσίες προσφέρουν υποστήριξη σε άτομα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες.
    2