Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμβουλευτική (επίθετο) - (παρόμοια:
συμβουλευτώ
-
συμβουλεύω
-
συμβουλή
-
συμβουλεύομαι
)
Συνώνυμα
συμβουλευτική
συμβουλευτικός
συμβουλευτικό
3
Αντώνυμα
αυταρχική
αυταρχικός
αυταρχικό
3
Ορισμός
που σχετίζεται με τη συμβουλή ή την παροχή συμβουλών
που χαρακτηρίζεται από την τάση να δίνει συμβουλές
2
Παραδείγματα
Η συμβουλευτική διαδικασία βοήθησε πολύ στην επίλυση του προβλήματος.
Οι συμβουλευτικές υπηρεσίες προσφέρουν υποστήριξη σε άτομα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες.
2