Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμβουλεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
συμβουλεύω
-
συμβουλευτώ
-
συμβουλή
-
συμμαζεύομαι
-
συμβουλευτική
)
Συνώνυμα
συμβουλεύω
συμβουλεύω
παραινώ
συστήνω
4
Αντώνυμα
αποθαρρύνω
αποτρέπω
2
Ορισμός
Ζητώ ή δίνω συμβουλές ή καθοδήγηση σε κάποιον.
Συμβουλεύομαι κάποιον για να λάβω γνώμη ή συμβουλή.
2
Παραδείγματα
Συμβουλεύτηκα τον γιατρό μου πριν πάρω την απόφαση.
Πάντα συμβουλεύομαι τους γονείς μου όταν έχω ένα δίλημμα.
2