Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμβουλεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
συμβουλεύομαι
-
συμβουλή
-
συμβουλευτώ
-
συμβουλευτική
-
συμβολή
-
δουλεύω
)
Συνώνυμα
συμβουλεύομαι
συστήνω
παραινώ
προτείνω
4
Αντώνυμα
αποθαρρύνω
αποτρέπω
απαγορεύω
3
Ορισμός
Προσφέρω συμβουλές ή οδηγίες σε κάποιον σχετικά με μια συγκεκριμένη ενέργεια ή απόφαση.
Συστήνω ή προτείνω μια συγκεκριμένη πορεία δράσης.
2
Παραδείγματα
Ο δικηγόρος συμβούλευε τον πελάτη του να μην υπογράψει τη συμφωνία χωρίς να τη μελετήσει πρώτα.
Ο γιατρός συμβούλευσε τον ασθενή να ακολουθήσει μια υγιεινή διατροφή.
2