1. Λέξη
    συμβουλεύω (ρήμα) - (παρόμοια: συμβουλεύομαι - συμβουλή - συμβουλευτώ - συμβουλευτική - συμβολή - δουλεύω)
  2. Συνώνυμα
    • συμβουλεύομαι
    • συστήνω
    • παραινώ
    • προτείνω
    4
  3. Αντώνυμα
    • αποθαρρύνω
    • αποτρέπω
    • απαγορεύω
    3
  4. Ορισμός
    • Προσφέρω συμβουλές ή οδηγίες σε κάποιον σχετικά με μια συγκεκριμένη ενέργεια ή απόφαση.
    • Συστήνω ή προτείνω μια συγκεκριμένη πορεία δράσης.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δικηγόρος συμβούλευε τον πελάτη του να μην υπογράψει τη συμφωνία χωρίς να τη μελετήσει πρώτα.
    • Ο γιατρός συμβούλευσε τον ασθενή να ακολουθήσει μια υγιεινή διατροφή.
    2