Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμβουλευτώ (ρήμα) - (παρόμοια:
συμβουλευτική
-
συμβουλεύω
-
συμβουλή
-
συμβουλεύομαι
)
Συνώνυμα
συμβουλεύω
συστήνω
παραινώ
3
Αντώνυμα
αποθαρρύνω
αποτρέπω
2
Ορισμός
Προσφέρω συμβουλές ή οδηγίες σε κάποιον σχετικά με μια απόφαση ή μια ενέργεια.
Συστήνω ή προτείνω κάτι ως κατάλληλη πορεία δράσης.
2
Παραδείγματα
Ο δικηγόρος συμβουλεύτηκε τον πελάτη του να μην υπογράψει τη συμφωνία χωρίς να τη μελετήσει πρώτα.
Ο γιατρός συμβουλεύτηκε τον ασθενή να ακολουθήσει μια υγιεινή διατροφή.
2