1. Λέξη
    συμμετέχω (ρήμα) - (παρόμοια: συμμετέχων - συμμετάσχω - συμμετρία - συμμετοχή)
  2. Συνώνυμα
    • συνεργάζομαι
    • συμμερίζομαι
    • συμπορεύομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποσύρομαι
    • αποχωρώ
    • απομακρύνομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Να παίρνω μέρος σε μια δραστηριότητα ή γεγονός.
    • Να συνεργάζομαι με άλλους σε μια κοινή προσπάθεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Συμμετέχω στην ομάδα εθελοντών για την καθαριότητα της παραλίας.
    • Όλοι οι μαθητές συμμετέχουν στο σχολικό θεατρικό έργο.
    2