Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συμμετέχων (-) - (παρόμοια:
συμμετέχω
-
συμμετρία
-
συμμετοχή
-
συμμετάσχω
)
Συνώνυμα
συνεργαζόμενος
συμπορευόμενος
συμπολιτευόμενος
3
Αντώνυμα
αποσυρόμενος
αποχωρών
αποκλείεται
3
Ορισμός
Αυτός που συμμετέχει σε κάτι, παίρνει μέρος σε μια δραστηριότητα ή εκδήλωση.
Αυτός που συνεισφέρει ή συνεργάζεται σε μια κοινή προσπάθεια.
2
Παραδείγματα
Ο συμμετέχων στη διαδήλωση έδειξε ενθουσιασμό.
Όλοι οι συμμετέχοντες στο σεμινάριο θα λάβουν βεβαίωση παρακολούθησης.
2