Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνοδέψω (ρήμα) - (παρόμοια:
συνοδός
-
συνοδεία
-
συνοδεύω
-
συνοδηγός
)
Συνώνυμα
συμπαραστέκομαι
συνοδεύω
παρακολουθώ
3
Αντώνυμα
αφήνω
χωρίζω
αποχωρώ
3
Ορισμός
Παρακολουθώ κάποιον ή κάτι κατά τη διάρκεια μιας διαδρομής ή μιας διαδικασίας.
Παρέχω συνοδεία ή υποστήριξη σε κάποιον.
2
Παραδείγματα
Θα σε συνοδέψω στο σπίτι σου για να μην περπατήσεις μόνος τη νύχτα.
Ο δάσκαλος συνοδέψει τους μαθητές στη μουσική τους εκδρομή.
2