1. Λέξη
    συνοδέψω (ρήμα) - (παρόμοια: συνοδός - συνοδεία - συνοδεύω - συνοδηγός)
  2. Συνώνυμα
    • συμπαραστέκομαι
    • συνοδεύω
    • παρακολουθώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφήνω
    • χωρίζω
    • αποχωρώ
    3
  4. Ορισμός
    • Παρακολουθώ κάποιον ή κάτι κατά τη διάρκεια μιας διαδρομής ή μιας διαδικασίας.
    • Παρέχω συνοδεία ή υποστήριξη σε κάποιον.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα σε συνοδέψω στο σπίτι σου για να μην περπατήσεις μόνος τη νύχτα.
    • Ο δάσκαλος συνοδέψει τους μαθητές στη μουσική τους εκδρομή.
    2