Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνοδεία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συνοδεύω
-
συνοδός
-
συνουσία
-
συνοδέψω
-
συνοικία
-
συνεχεία
-
συνοδηγός
-
συνομιλία
-
συνομωσία
)
Συνώνυμα
παρέα
ακολουθία
συντροφιά
3
Αντώνυμα
μοναξιά
απομόνωση
2
Ορισμός
Η παρουσία ή η συμμετοχή άλλων ανθρώπων που συνοδεύουν κάποιον ή κάτι.
Μια ομάδα ανθρώπων ή οχημάτων που κινούνται μαζί για συγκεκριμένο σκοπό.
2
Παραδείγματα
Ο πρόεδρος έφτασε με μεγάλη συνοδεία.
Η συνοδεία του νυφικού περιλάμβανε φίλους και συγγενείς.
2