Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συνοδηγός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συνοδός
-
οδηγός
-
συνοδεύω
-
συνοδέψω
-
συνεργός
-
συνοδεία
)
Συνώνυμα
συντροφιά
σύντροφος
παραστάτης
3
Αντώνυμα
μοναχικός
μονάχος
2
Ορισμός
Πρόσωπο που συνοδεύει κάποιον σε ένα ταξίδι ή μια διαδρομή.
Πρόσωπο που βρίσκεται δίπλα στον οδηγό ενός οχήματος και τον βοηθά ή τον συντροφεύει.
2
Παραδείγματα
Ο συνοδηγός μου στο ταξίδι ήταν πολύ ευχάριστος.
Ο συνοδηγός του φορτηγού βοήθησε στην πλοήγηση.
2