1. Λέξη
    συνοδηγός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: συνοδός - οδηγός - συνοδεύω - συνοδέψω - συνεργός - συνοδεία)
  2. Συνώνυμα
    • συντροφιά
    • σύντροφος
    • παραστάτης
    3
  3. Αντώνυμα
    • μοναχικός
    • μονάχος
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που συνοδεύει κάποιον σε ένα ταξίδι ή μια διαδρομή.
    • Πρόσωπο που βρίσκεται δίπλα στον οδηγό ενός οχήματος και τον βοηθά ή τον συντροφεύει.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο συνοδηγός μου στο ταξίδι ήταν πολύ ευχάριστος.
    • Ο συνοδηγός του φορτηγού βοήθησε στην πλοήγηση.
    2