1. Λέξη
    συντονιστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: συντονισμός - συντονισμένος - συντονίζω - συντηρητής)
  2. Συνώνυμα
    • διοργανωτής
    • συντονιστής
    • επιμελητής
    3
  3. Αντώνυμα
    • αποδιοργανωτής
    • ασυντονιστής
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που συντονίζει ή οργανώνει δραστηριότητες ή έργα.
    • Πρόσωπο που εποπτεύει και ελέγχει τη σωστή λειτουργία μιας ομάδας ή ενός συστήματος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο συντονιστής του προγράμματος ήταν υπεύθυνος για την ομαλή διεξαγωγή των εκδηλώσεων.
    • Ο δάσκαλος λειτούργησε ως συντονιστής της ομάδας μαθητών κατά τη διάρκεια του σχολικού προγράμματος.
    2