Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
συντονιστής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
συντονισμός
-
συντονισμένος
-
συντονίζω
-
συντηρητής
)
Συνώνυμα
διοργανωτής
συντονιστής
επιμελητής
3
Αντώνυμα
αποδιοργανωτής
ασυντονιστής
2
Ορισμός
Πρόσωπο που συντονίζει ή οργανώνει δραστηριότητες ή έργα.
Πρόσωπο που εποπτεύει και ελέγχει τη σωστή λειτουργία μιας ομάδας ή ενός συστήματος.
2
Παραδείγματα
Ο συντονιστής του προγράμματος ήταν υπεύθυνος για την ομαλή διεξαγωγή των εκδηλώσεων.
Ο δάσκαλος λειτούργησε ως συντονιστής της ομάδας μαθητών κατά τη διάρκεια του σχολικού προγράμματος.
2