Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σφραγισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
ραγισμένος
-
σκισμένος
-
οργισμένος
-
σκονισμένος
-
σοκαρισμένος
-
εξοργισμένος
-
συνηθισμένος
-
σπασμένος
-
σκασμένος
-
χτισμένος
-
πεισμένος
-
εθισμένος
-
σφιγμένος
-
ορισμένος
)
Συνώνυμα
κλεισμένος
σφραγισμένος
αποκλεισμένος
3
Αντώνυμα
ανοιχτός
ξεσφραγισμένος
αποσφραγισμένος
3
Ορισμός
που έχει κλείσει ή σφραγιστεί με σφραγίδα
που έχει κλειδωθεί ή αποκλειστεί
που έχει σφραγιστεί για να μην ανοίξει εύκολα
3
Παραδείγματα
Το γράμμα ήταν σφραγισμένο με κερί.
Η πόρτα ήταν σφραγισμένη και δεν μπορούσαμε να μπούμε.
Το μπουκάλι ήταν σφραγισμένο για να διατηρηθεί το περιεχόμενό του.
3