1. Συνώνυμα
    • κλεισμένος
    • σφραγισμένος
    • αποκλεισμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ανοιχτός
    • ξεσφραγισμένος
    • αποσφραγισμένος
    3
  3. Ορισμός
    • που έχει κλείσει ή σφραγιστεί με σφραγίδα
    • που έχει κλειδωθεί ή αποκλειστεί
    • που έχει σφραγιστεί για να μην ανοίξει εύκολα
    3
  4. Παραδείγματα
    • Το γράμμα ήταν σφραγισμένο με κερί.
    • Η πόρτα ήταν σφραγισμένη και δεν μπορούσαμε να μπούμε.
    • Το μπουκάλι ήταν σφραγισμένο για να διατηρηθεί το περιεχόμενό του.
    3