1. Συνώνυμα
    • οργανώνομαι
    • διευθετούμαι
    • ρυθμίζομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • αποδιοργανώνομαι
    • χαλαρώνω
    • απορρυθμίζομαι
    3
  3. Ορισμός
    • να οργανώνομαι με τρόπο συστηματικό και τακτοποιημένο
    • να βρίσκω μια λύση ή διευθέτηση σε ένα πρόβλημα ή κατάσταση
    • να ρυθμίζομαι σύμφωνα με καθορισμένους κανόνες ή προϋποθέσεις
    3
  4. Παραδείγματα
    • Μετά τη μετακόμιση, χρειάστηκε να τακτοποιηθώ στο νέο σπίτι.
    • Οι υποθέσεις του τακτοποιήθηκαν μετά από πολλές προσπάθειες.
    • Πρέπει να τακτοποιηθούν οι διαδικασίες πριν ξεκινήσει το έργο.
    3