1. Συνώνυμα
    • οργανώνω
    • διατάσσω
    • κανονίζω
    3
  2. Αντώνυμα
    • αποδιοργανώνω
    • χαλαρώνω
    • ανακατεύω
    3
  3. Ορισμός
    • Τοποθετώ κάτι σε μια συγκεκριμένη σειρά ή θέση.
    • Επιλύω ένα πρόβλημα ή μια κατάσταση με οργανωμένο τρόπο.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Πρέπει να τακτοποιήσω τα βιβλία μου στο ράφι.
    • Ο διευθυντής τακτοποίησε τις διαφορές μεταξύ των υπαλλήλων.
    2