Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τηλεφωνήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
τηλεφωνώ
-
τηλεφωνήτρια
-
τηλεφωνία
-
τηλεφωνικός
-
τηλεφωνητής
)
Συνώνυμα
καλέσω
επικοινωνήσω
2
Αντώνυμα
αγνοήσω
αποφύγω
2
Ορισμός
Να επικοινωνήσω με κάποιον μέσω τηλεφώνου.
Να πραγματοποιήσω μια τηλεφωνική κλήση.
2
Παραδείγματα
Θα τηλεφωνήσω στον γιατρό αύριο το πρωί.
Μπορείς να τηλεφωνήσεις στην εξυπηρέτηση πελατών για περισσότερες πληροφορίες.
2