1. Λέξη
    τηλεφωνήτρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τηλεφωνήσω - τηλεφωνώ - τηλεφωνία - τηλεφωνικός - τηλεφωνητής)
  2. Συνώνυμα
    • τηλεφωνίστρια
    • υπάλληλος τηλεφωνικού κέντρου
    2
  3. Αντώνυμα
    • αποδέκτης κλήσης
    • καλούντας
    2
  4. Ορισμός
    • Γυναίκα που εργάζεται σε τηλεφωνικό κέντρο και απαντά ή πραγματοποιεί κλήσεις.
    • Επαγγελματίας που παρέχει υπηρεσίες μέσω τηλεφώνου, όπως πωλήσεις ή εξυπηρέτηση πελατών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η τηλεφωνήτρια απάντησε στο τηλέφωνο με φιλικό τρόπο.
    • Μια τηλεφωνήτρια με κάλεσε για μια έρευνα αγοράς.
    2