Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τηλεφωνήτρια (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τηλεφωνήσω
-
τηλεφωνώ
-
τηλεφωνία
-
τηλεφωνικός
-
τηλεφωνητής
)
Συνώνυμα
τηλεφωνίστρια
υπάλληλος τηλεφωνικού κέντρου
2
Αντώνυμα
αποδέκτης κλήσης
καλούντας
2
Ορισμός
Γυναίκα που εργάζεται σε τηλεφωνικό κέντρο και απαντά ή πραγματοποιεί κλήσεις.
Επαγγελματίας που παρέχει υπηρεσίες μέσω τηλεφώνου, όπως πωλήσεις ή εξυπηρέτηση πελατών.
2
Παραδείγματα
Η τηλεφωνήτρια απάντησε στο τηλέφωνο με φιλικό τρόπο.
Μια τηλεφωνήτρια με κάλεσε για μια έρευνα αγοράς.
2