Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τηλεφωνώ (ρήμα) - (παρόμοια:
τηλεφωνία
-
τηλεφωνήσω
-
τηλεφωνητής
-
τηλεφωνικός
-
τηλεφωνήτρια
-
ξανατηλεφωνώ
)
Συνώνυμα
καλώ
επικοινωνώ
μιλώ στο τηλέφωνο
3
Αντώνυμα
σιωπώ
αποφεύγω την επικοινωνία
2
Ορισμός
Επικοινωνώ με κάποιον μέσω τηλεφώνου.
Κάνω μια κλήση σε κάποιον χρησιμοποιώντας τηλεφωνική συσκευή.
2
Παραδείγματα
Θα τηλεφωνήσω στον γιατρό για να κλείσω ραντεβού.
Της τηλεφώνησα χθες βράδυ για να της ευχηθώ καλές γιορτές.
2