Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τοποθεσία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τοποθετώ
-
τοποθετήσω
-
υιοθεσία
-
τοποθετημένο
-
τοποθετούμαι
)
Συνώνυμα
θέση
στάση
θέση
θέση
θέση
5
Αντώνυμα
απουσία
έλλειψη
αφαίρεση
3
Ορισμός
Η συγκεκριμένη θέση ή περιοχή στην οποία βρίσκεται κάτι ή κάποιος.
Η ενέργεια ή η διαδικασία της τοποθέτησης κάποιου ή κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση.
2
Παραδείγματα
Η τοποθεσία του ξενοδοχείου είναι ιδανική για διακοπές.
Η τοποθεσία της εταιρείας είναι στο κέντρο της πόλης.
2