1. Λέξη
    τοποθεσία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τοποθετώ - τοποθετήσω - υιοθεσία - τοποθετημένο - τοποθετούμαι)
  2. Συνώνυμα
    • θέση
    • στάση
    • θέση
    • θέση
    • θέση
    5
  3. Αντώνυμα
    • απουσία
    • έλλειψη
    • αφαίρεση
    3
  4. Ορισμός
    • Η συγκεκριμένη θέση ή περιοχή στην οποία βρίσκεται κάτι ή κάποιος.
    • Η ενέργεια ή η διαδικασία της τοποθέτησης κάποιου ή κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η τοποθεσία του ξενοδοχείου είναι ιδανική για διακοπές.
    • Η τοποθεσία της εταιρείας είναι στο κέντρο της πόλης.
    2