1. Συνώνυμα
    • τοποθετώ
    • βάζω
    • τοποθετώ σε θέση
    • εγκαθιστώ
    4
  2. Αντώνυμα
    • αφαιρώ
    • απομακρύνω
    • βγάζω
    3
  3. Ορισμός
    • Τοποθετώ κάτι σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή θέση.
    • Ορίζω ή καθορίζω τη θέση κάποιου ή κάτι.
    • Εγκαθιστώ ή εφαρμόζω κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Πρέπει να τοποθετήσεις τα βιβλία πίσω στο ράφι.
    • Ο δάσκαλος τοποθέτησε τους μαθητές σε ομάδες.
    • Η εταιρεία θα τοποθετήσει νέους υπολογιστές σε όλα τα γραφεία.
    3