Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τοποθετώ (ρήμα) - (παρόμοια:
τοποθετήσω
-
τοποθετημένο
-
τοποθετούμαι
-
τοποθεσία
-
τοποθετήσουμε
)
Συνώνυμα
τοποθετώ
βάζω
τοποθετώ σε θέση
εγκαθιστώ
4
Αντώνυμα
αφαιρώ
απομακρύνω
βγάζω
3
Ορισμός
Τοποθετώ κάτι σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή θέση.
Ορίζω ή καθορίζω τη θέση κάποιου ή κάτι.
Εγκαθιστώ ή εφαρμόζω κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να τοποθετήσεις τα βιβλία πίσω στο ράφι.
Ο δάσκαλος τοποθέτησε τους μαθητές σε ομάδες.
Η εταιρεία θα τοποθετήσει νέους υπολογιστές σε όλα τα γραφεία.
3