Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τοποθετούμαι (ρήμα) - (παρόμοια:
τοποθετώ
-
τοποθετήσω
-
τοποθετημένο
-
τοποθεσία
)
Συνώνυμα
κατατάσσομαι
τοποθετώ
στέκομαι
3
Αντώνυμα
αφαιρούμαι
απομακρύνομαι
2
Ορισμός
Βρίσκομαι σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή θέση.
Τοποθετώ τον εαυτό μου σε μια συγκεκριμένη θέση ή κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Τοποθετούμαι πάντα στο πίσω μέρος της αίθουσας.
Μπορείς να τοποθετηθείς στη σειρά σου;
2