Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ταραγμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
χαραγμένος
-
διαταραγμένος
-
τρομαγμένος
-
πειραγμένος
-
τυλιγμένος
-
φτιαγμένος
-
τραβηγμένος
-
καταραμένος
)
Συνώνυμα
αναστατωμένος
συγχυσμένος
περιφρονημένος
3
Αντώνυμα
ήρεμος
χαλαρός
ατάραχος
3
Ορισμός
Που βρίσκεται σε κατάσταση σύγχυσης ή αναστάτωσης.
Που έχει διαταραχθεί η ψυχική του ηρεμία.
2
Παραδείγματα
Ο ταραγμένος άνδρας δεν μπορούσε να ηρεμήσει μετά τα νέα.
Η ταραγμένη θάλασσα έδειχνε την ένταση της καταιγίδας.
2