1. Συνώνυμα
    • αναστατωμένος
    • συγχυσμένος
    • περιφρονημένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ήρεμος
    • χαλαρός
    • ατάραχος
    3
  3. Ορισμός
    • Που βρίσκεται σε κατάσταση σύγχυσης ή αναστάτωσης.
    • Που έχει διαταραχθεί η ψυχική του ηρεμία.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο ταραγμένος άνδρας δεν μπορούσε να ηρεμήσει μετά τα νέα.
    • Η ταραγμένη θάλασσα έδειχνε την ένταση της καταιγίδας.
    2