1. Λέξη
    τραπεζάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: τραπεζική - τραπεζικό - τραπεζικός - τραπεζαρία - τραπεζίτης)
  2. Συνώνυμα
    • τραπέζι
    • πινακάκι
    • τραπεζούλα
    3
  3. Αντώνυμα
    • σανίδα
    • πάγκος
    2
  4. Ορισμός
    • Μικρό τραπέζι, συνήθως χαμηλό και χρησιμοποιείται για διάφορους σκοπούς.
    • Έπιπλο που χρησιμεύει για το σερβίρισμα ή την τοποθέτηση αντικειμένων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τοποθέτησε το φλιτζάνι του στο τραπεζάκι μπροστά από τον καναπέ.
    • Το τραπεζάκι του σαλονιού ήταν γεμάτο με βιβλία και περιοδικά.
    2