Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τραπεζάκι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τραπεζική
-
τραπεζικό
-
τραπεζικός
-
τραπεζαρία
-
τραπεζίτης
)
Συνώνυμα
τραπέζι
πινακάκι
τραπεζούλα
3
Αντώνυμα
σανίδα
πάγκος
2
Ορισμός
Μικρό τραπέζι, συνήθως χαμηλό και χρησιμοποιείται για διάφορους σκοπούς.
Έπιπλο που χρησιμεύει για το σερβίρισμα ή την τοποθέτηση αντικειμένων.
2
Παραδείγματα
Τοποθέτησε το φλιτζάνι του στο τραπεζάκι μπροστά από τον καναπέ.
Το τραπεζάκι του σαλονιού ήταν γεμάτο με βιβλία και περιοδικά.
2