Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τραπεζίτης (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
τραπεζική
-
τραπεζικό
-
τραπεζάκι
-
τραπεζικός
-
τραπεζαρία
)
Συνώνυμα
τραπεζικός
τραπεζοϋπάλληλος
2
Αντώνυμα
πελάτης
καταθέτης
2
Ορισμός
Άτομο που εργάζεται σε τράπεζα, συνήθως σε θέση που αφορά τη διαχείριση χρημάτων ή την εξυπηρέτηση πελατών.
Επαγγελματίας στον τομέα των τραπεζικών υπηρεσιών.
2
Παραδείγματα
Ο τραπεζίτης με βοήθησε να ανοίξω έναν νέο λογαριασμό.
Οι τραπεζίτες πρέπει να έχουν γνώσεις στα οικονομικά και στην εξυπηρέτηση πελατών.
2