1. Λέξη
    τραπεζικός (επίθετο) - (παρόμοια: τραπεζικό - τραπεζική - τραγικός - τραπεζάκι - τραπεζαρία - τραπεζίτης - τραυματικός)
  2. Συνώνυμα
    • τραπεζώνας
    • τραπεζοϋπαλληλικός
    2
  3. Αντώνυμα
    • μη τραπεζικός
    • ατράπεζος
    2
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με την τράπεζα ή τις τραπεζικές συναλλαγές.
    • Ανήκων ή σχετιζόμενος με το τραπεζικό σύστημα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο τραπεζικός τομέας έχει μεγάλη σημασία για την οικονομία.
    • Οι τραπεζικές υπηρεσίες διευκολύνουν τις οικονομικές συναλλαγές.
    2