Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τραπεζική (επίθετο) - (παρόμοια:
τραπεζικό
-
τραπεζικός
-
τραπεζάκι
-
τραπεζαρία
-
τραπεζίτης
)
Συνώνυμα
χρηματοοικονομική
τραπεζοϋπαλληλική
2
Αντώνυμα
μη τραπεζική
αχρηματοδότητη
2
Ορισμός
Σχετικός με τις τράπεζες ή τις τραπεζικές υπηρεσίες.
Αφορά τις δραστηριότητες, τις συναλλαγές ή τις υπηρεσίες που παρέχονται από τράπεζες.
2
Παραδείγματα
Η τραπεζική κρίση επηρέασε πολλές χώρες.
Ο τομέας της τραπεζικής δραστηριότητας είναι υψηλά ρυθμισμένος.
2