1. Συνώνυμα
    • τρομακτικός
    • φοβερός
    • σιχαμένος
    • αηδιαστικός
    4
  2. Αντώνυμα
    • όμορφος
    • ευχάριστος
    • γοητευτικός
    • ευάρεστος
    4
  3. Ορισμός
    • Που προκαλεί φρίκη ή αηδία.
    • Πολύ άσχημος ή τρομερός.
    • Εξαιρετικά δυσάρεστος ή αποκρουστικός.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο φρικιαστικός θόρυβος του σιδερένιου θωρακίου έκανε όλους να τραβήξουν τα αυτιά τους.
    • Η σκηνή του ατυχήματος ήταν φρικιαστική και δύσκολα θα τη ξεχάσω.
    • Έκανε ένα φρικιαστικό σχόλιο που σοκάρισε όλους τους παρευρισκόμενους.
    3