Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φρικιαστικός (επίθετο) - (παρόμοια:
βιαστικός
-
αστικός
-
αηδιαστικός
-
ουσιαστικός
-
φανταστικός
-
δραστικός
-
πλαστικός
-
σπαστικός
)
Συνώνυμα
τρομακτικός
φοβερός
σιχαμένος
αηδιαστικός
4
Αντώνυμα
όμορφος
ευχάριστος
γοητευτικός
ευάρεστος
4
Ορισμός
Που προκαλεί φρίκη ή αηδία.
Πολύ άσχημος ή τρομερός.
Εξαιρετικά δυσάρεστος ή αποκρουστικός.
3
Παραδείγματα
Ο φρικιαστικός θόρυβος του σιδερένιου θωρακίου έκανε όλους να τραβήξουν τα αυτιά τους.
Η σκηνή του ατυχήματος ήταν φρικιαστική και δύσκολα θα τη ξεχάσω.
Έκανε ένα φρικιαστικό σχόλιο που σοκάρισε όλους τους παρευρισκόμενους.
3