Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χαράσσω (ρήμα) - (παρόμοια:
χαρά
-
χαράκι
-
χαράζω
-
διαταράσσω
)
Συνώνυμα
γρατσουνίζω
ξύνω
σκαλίζω
3
Αντώνυμα
λείω
ξεγράφω
σβήνω
3
Ορισμός
Κάνω γρατσουνιές ή εγκοπές σε μια επιφάνεια.
Γράφω ή χαράζω γράμματα ή σχήματα σε σκληρή επιφάνεια.
Ενθυλακώνω μια εικόνα ή ένα μήνυμα σε μια επιφάνεια.
3
Παραδείγματα
Ο καλλιτέχνης χάραξε ένα όμορφο σχέδιο στο ξύλο.
Οι αρχαίοι Έλληνες χάραζαν γράμματα σε πέτρινες πλάκες.
Οι παγετοί χάραξαν βαθιές κοιλάδες στο τοπίο.
3