1. Λέξη
    χαράσσω (ρήμα) - (παρόμοια: χαρά - χαράκι - χαράζω - διαταράσσω)
  2. Συνώνυμα
    • γρατσουνίζω
    • ξύνω
    • σκαλίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • λείω
    • ξεγράφω
    • σβήνω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω γρατσουνιές ή εγκοπές σε μια επιφάνεια.
    • Γράφω ή χαράζω γράμματα ή σχήματα σε σκληρή επιφάνεια.
    • Ενθυλακώνω μια εικόνα ή ένα μήνυμα σε μια επιφάνεια.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο καλλιτέχνης χάραξε ένα όμορφο σχέδιο στο ξύλο.
    • Οι αρχαίοι Έλληνες χάραζαν γράμματα σε πέτρινες πλάκες.
    • Οι παγετοί χάραξαν βαθιές κοιλάδες στο τοπίο.
    3