Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
χτισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
χωρισμένος
-
φορτισμένος
-
τσατισμένος
-
τσαντισμένος
-
πολιτισμένος
-
ορισμένος
-
σκισμένος
-
πεισμένος
-
εθισμένος
-
κλεισμένος
-
ραγισμένος
-
οργισμένος
-
φημισμένος
-
ζαλισμένος
-
οπλισμένος
-
χαλασμένος
-
φοβισμένος
-
χτυπημένος
-
βασισμένος
-
τραυματισμένος
-
χωμένος
-
χαμένος
-
μαυρισμένος
-
πεπεισμένος
-
κερδισμένος
-
σκονισμένος
-
κοιμισμένος
-
αναθεματισμένος
-
πεσμένος
-
καθορισμένος
-
προικισμένος
-
θωρακισμένος
-
κανονισμένος
-
σφραγισμένος
-
εξοργισμένος
-
ευτυχισμένος
-
συνηθισμένος
-
φυλακισμένος
-
βασανισμένος
-
απελπισμένος
-
ασφαλισμένος
-
εξοπλισμένος
-
προορισμένος
-
σοκαρισμένος
)
Συνώνυμα
κατασκευασμένος
οικοδομημένος
εργοδοτημένος
3
Αντώνυμα
ακατάσκευαστος
ανοικοδόμητος
κατεδαφισμένος
3
Ορισμός
που έχει δημιουργηθεί ή κατασκευαστεί με συγκεκριμένο τρόπο ή για συγκεκριμένο σκοπό
που έχει ανεγερθεί ή δομηθεί, συνήθως αναφέρεται σε κτίρια ή δομές
2
Παραδείγματα
Το σπίτι είναι χτισμένο με ανθεκτικά υλικά.
Η πόλη είναι χτισμένη γύρω από ένα μεγάλο λιμάνι.
2