1. Λέξη
    ψυχωτικός (επίθετο) - (παρόμοια: ψυχικός - αγχωτικός - ζωτικός - ψυχολογικός - ψυχιατρικός - ερωτικός - εξωτικός)
  2. Συνώνυμα
    • ψυχαναγκαστικός
    • νευρωτικός
    • ψυχοπαθής
    3
  3. Αντώνυμα
    • υγιής
    • σταθερός
    • ψυχικά ισορροπημένος
    3
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με ή που πάσχει από ψύχωση.
    • Που παρουσιάζει συμπτώματα ψύχωσης, όπως παραισθήσεις ή ψευδαισθήσεις.
    • Εκφραστικός της ψύχωσης ή χαρακτηριστικός αυτής.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ασθενής παρουσίασε ψυχωτική συμπτωματολογία.
    • Η ψυχωτική του κατάσταση απαιτούσε άμεση ψυχιατρική παρέμβαση.
    • Έχει ψυχωτικές τάσεις που τον κάνουν να δυσκολεύεται να διακρίνει την πραγματικότητα.
    3