Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ψυχωτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ψυχικός
-
αγχωτικός
-
ζωτικός
-
ψυχολογικός
-
ψυχιατρικός
-
ερωτικός
-
εξωτικός
)
Συνώνυμα
ψυχαναγκαστικός
νευρωτικός
ψυχοπαθής
3
Αντώνυμα
υγιής
σταθερός
ψυχικά ισορροπημένος
3
Ορισμός
Σχετικός με ή που πάσχει από ψύχωση.
Που παρουσιάζει συμπτώματα ψύχωσης, όπως παραισθήσεις ή ψευδαισθήσεις.
Εκφραστικός της ψύχωσης ή χαρακτηριστικός αυτής.
3
Παραδείγματα
Ο ασθενής παρουσίασε ψυχωτική συμπτωματολογία.
Η ψυχωτική του κατάσταση απαιτούσε άμεση ψυχιατρική παρέμβαση.
Έχει ψυχωτικές τάσεις που τον κάνουν να δυσκολεύεται να διακρίνει την πραγματικότητα.
3