Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αναπαυτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
αναλυτικός
-
αναπνευστικός
-
αναπηρικός
-
ναυτικός
-
αναπληρωματικός
-
ανιχνευτικός
-
αναγκαστικός
-
ανεκτικός
-
αναρχικός
-
αλιευτικός
-
ανθεκτικός
-
ανατολικός
)
Συνώνυμα
χαλαρωτικός
ηρεμιστικός
ανακουφιστικός
3
Αντώνυμα
εκνευριστικός
αγχωτικός
τεντωμένος
3
Ορισμός
Που προκαλεί αίσθημα ηρεμίας και χαλάρωσης.
Που βοηθά στην ανάπαυση και την αποκατάσταση των δυνάμεων.
2
Παραδείγματα
Ο αναπαυτικός ήχος της βροχής με βοήθησε να κοιμηθώ.
Έκανε ένα αναπαυτικό μπάνιο με αρωματικά έλαια.
2